-
1 πρέμνον
πρέμνον, τό (vgl. πρυμνός), das äußerste od. unterste Stammende des Baumes, Stammende; Ar. Lys. 267; übertr., πράγματος, Av. 321; ταμέειν πρέμνον δρυός, Ap. Rh. 2, 479; u. in Prosa: Xen. Oec. 19, 13; τὰ πρέμνα ἐκτέμνειν, Lyz. 7, 19; Pol. 18, 1, 6; Baumstumpf, wie H. h. Merc. 238. – Uebh. Grundlage, Fundament, ἀρετῆς, Qu. Sm. 14, 196.
-
2 ἐκ-τέμνω
ἐκ-τέμνω, ion. u. hom. ἐκτάμνω (f. τέμνω), heraus-, ausschneiden; ἰούς, ὀϊστὸν μηροῠ, den Pfeil aus der Hüfte herausschneiden, Il. 11, 515. 829; μηρούς, beim Opfer, aus den Hüften die Knochen, 1, 460; ἶνας Pind. I. 7, 53; τὸν λάρυγγά σου Ar. Ran. 582; ἔλαιον Soph. Tr. 1186; ὥσπερ νεῠρα ἐκ τῆς ψυχῆς Plat. Rep. III, 411 b; πλόκαμον, abschneiden, Eur. I. A. 1438; abhauen, umhauen, ὕλην u. ä., Hom.; τὰ πρεμνά Lys. 7, 19; ἐλπίδας, rauhen, Ep. ad. 695 a (App. 306). – Bes. verschneiden, entmannen, τινά; Her. 8, 105; Plat. Gorg. 473 a u. öfter; Xen. Cyr. 5, 2, 8; von Pferden, kastriren, ibd. 7, 5, 62; οἱ ἐκτετμημένοι, Kastraten, Arist. ll. A. 3, 11 u. sonst. Auch γῆν, ein Land verwüsten, durch Umhauen der Fruchtbäume, D. Hal. 9, 57; – übertr., ἐξετέμοντο αὐτοὺς φιλανϑρωπίᾳ, entwaffneten oder täuschten sie durch Freundlichkeit, Pol. 31, 6, 8.
См. также в других словарях:
πρέμνα — πρέμνον bottom of the trunk of a tree neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφώνω — (ΑM κορυφῶ, όω) [κορυφή] 1. ανυψώνω κάτι ώστε να σχηματίσει κορυφή («κορυφοῡν τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν προσήκει», Γεωπ.) 2. ανυψώνω κάποιον ή κάτι στον ανώτατο βαθμό, στο ύψιστο σημείο 3. (συν. το μέσ. και το παθ.) κορυφώνομαι, κορυφοῡμαι, όομαι… … Dictionary of Greek
πορία — η, Ν βοτ. γένος βασιδιομυκήτων τής τάξης αφυλλοφορώδη, οι οποίοι αναπτύσσονται σε νεκρούς κλάδους δέντρων, στον φλοιό, σε πρέμνα ή και στο ξύλο υγιών δέντρων προκαλώντας τη σήψη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. poria (< πόρος)] … Dictionary of Greek
πρέμνο — το / πρέμνον, ΝΑ 1. το κατώτερο μέρος τού κορμού τού δέντρου που απομένει μετά την κοπή τού κορμού, το κούτσουρο 2. ο ξερός κορμός κλήματος, κούρβουλο νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών βερβεριιδών αρχ. 1. (σχετικά με τον κορμό ελιάς)… … Dictionary of Greek